- καταφθάνω
- καταφθάνω, κατέφθασα βλ. πίν. 1
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταφθάνω — και καταφτάνω (AM καταφθάνω, Μ και καταφθάζω και καταφτάνω) νεοελλ. μσν. 1. αφικνούμαι, φθάνω, έρχομαι 2. προλαβαίνω κάποιον που προηγείται, προφταίνω κάποιον 3. φθάνω απροσδόκητα, ξαφνικά 4. φθάνω έγκαιρα αρχ. 1. φθάνω ξαφνικά κάποιον και πέφτω… … Dictionary of Greek
καταφθάνω — κατά φθάνω come pres subj act 1st sg κατά φθάνω come pres ind act 1st sg καταφθά̱νω , κατά φθάνω come pres subj act 1st sg (epic) καταφθά̱νω , κατά φθάνω come pres ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
постизаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. 1) (καταλαμβάνω, διώκομαι) настигаю, догоняю (Быт. 31, 25;… … Словарь церковнославянского языка
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
ακατάφθαστος — η, ο και ακατάφταστος [καταφθάνω] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν καταφτάσει, να τόν προλάβει καθώς φεύγει 2. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να φθάσει σε κοινωνική θέση ή σε πλούτη … Dictionary of Greek
εισαφικνούμαι — εἰσαφικνοῡμαι ( έομαι) και εἰσαφικάνω (Α) 1. φθάνω σε 2. α) φθάνω, καταφθάνω β) επισκέπτομαι μια χώρα … Dictionary of Greek
επεξέρχομαι — (AM ἐπεξέρχομαι) 1. εξέρχομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι 2. διηγούμαι ώς το τέλος, με λεπτομέρειες («τούτου ἕνεκα ἐπεξήλθομεν καὶ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἡμῶν», Θουκ.) 3. εξετάζω με ακρίβεια αρχ. μσν. εκδικούμαι αρχ. 1. κατηγορώ, καταγγέλλω («εἰ… … Dictionary of Greek
επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… … Dictionary of Greek
καθήκω — (AM, Α ιων. τ. και κατήκω) φθάνω μέχρι ένα σημείο, φθάνω έως, κατεβαίνω, απολήγω (α. «ὁ γὰρ Ἄθως ἐστὶ ὄρος μέγα τε καὶ ὀνομαστόν, ἐς θάλασσαν κατῆκον», Ηρόδ. β. (για καταγωγή) «τῷ Νεοπτολέμου γένει, ὃ δὴ ἐς αὐτὸν καθῆκεν», Αρρ.) μσν.… … Dictionary of Greek
καταγρώ — καταγρῶ, έω (Α) 1. συλλαμβάνω, αρπάζω 2. καταφθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγρῶ «συλλαμβάνω» (< ἄγρα «κυνήγι»)] … Dictionary of Greek